- τραυματισμοῦ
- τραυματισμόςwoundingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… … Dictionary of Greek
γονυστεφής — ές (για ίππους) αυτός που έχει στα γόνατα ουλές με λευκό τρίχωμα λόγω τραυματισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + στεφής < στέφος < στέφω (πρβλ. κισσοστεφής, χρυσοστεφής). Η λ. γονυστεφής (ίππος) μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο] … Dictionary of Greek
διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… … Dictionary of Greek
ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
θεοφύλακτος — I (; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.… … Dictionary of Greek
θρομβοπλαστίνη — Σύμπλοκο φωσφολιπιδίων και πρωτεϊνών, που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια τραυματισμού των ιστών. Η θ. συνδυάζεται με τον παράγοντα VII και ιόντα Ca2+, για την ενεργοποίηση του παράγοντα X. Ο παράγοντας X, με τη σειρά του, σχηματίζει σύμπλοκο με… … Dictionary of Greek
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
καρδιορραγία — η ιατρ. εσωτερική αιμορραγία τής καρδιάς εξαιτίας τραυματισμού της. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού καρδιορρηξία* που εμφανίζει το θ. ραγ τού ρ. ρήγνυμι (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρ ράγ ην)] … Dictionary of Greek
καυσαλγία — Επώδυνη κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από κάκωση των άκρων και χαρακτηρίζεται από δυνατό διαλείποντα πόνο. Η κ. είναι αποτέλεσμα βλάβης κάποιου νευρικού κορμού, ο οποίος έχει άφθονες νευρικές συμπαθητικές ίνες. Σε διάστημα πέντε έως δέκα ημερών… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek